- πολυμιξία
- η, ΝΜΑ [πολύμικτος]νεοελλ.γένος ακανθοπτερύγιων βερυκόμορφων ιχθύων που απαντά στις τροπικές και εύκρατες περιοχές τού Ατλαντικού και τού Ειρηνικού Ωκεανούμσν.1. πολυγαμία2. κακοφωνία από πολλές φωνέςμσν.-αρχ.1. πολυμιγία*, ανάμιξη διαφορετικών συστατικών2. μίξη, συνεύρεση με πολλά θηλυκά άτομα.
Dictionary of Greek. 2013.